-
1 ὑπέρτατος
ὑπέρτατος, superl. von ὑπέρ, oberster, äußerster in einer Reihe; Il. 12, 381. 23, 451; Hes. O. 6; ϑρόνος Pind. Ol. 2, 77; ὄλβος P. 3, 89; ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς Ol. 4, 1; auch der älteste, ὑπέρτατος υἱέων N. 6, 22; Ζεύς Aesch. Suppl. 657; σέβας Soph. Phil. 400, u. öfter. – Vgl. auch ὕπατος u. ὑπερώτατος.
См. также в других словарях:
υπέρτατος — η, ο / ὑπέρτατος, άτη, ον, ΝΜΑ, και τ. ὑπερώτατος και ὕπατος Α (κυριολ. και μτφ.) αυτός που βρίσκεται πάνω από όλους ή από όλα, ανώτατος, ύψιστος (α. «υπέρτατος κριτής» β. «υπέρτατη τιμή» γ. «ὦ δαιμόνων ὑπέρτατε», Αριστοφ. δ. «πάντων ὅσ ἐστὶ… … Dictionary of Greek